φωτολυτικός

φωτολυτικός
-ή, -ό, Ν [φωτόλυση]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτόλυση ή αυτός που γίνεται με φωτόλυση («φωτολυτική διεργασία»).
επίρρ...
φωτολυτικώς και φωτολυτικά Ν
με φωτολυτικό τρόπο, με φωτόλυση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”